- ψαρόσουπα
- η уха, рыбный суп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαρόσουπα — η σούπα από ψάρι: Είχαμε ψαρόσουπα για τα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαρόσουπα — η, Ν σούπα από ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + σούπα] … Dictionary of Greek
List of soups — A list of different types of soup/stew.Meat and vegetable soups and stewsLarge chunks of meat or vegetables left in the liquid* Ajiaco A chicken soup from Colombia * Avgolemono A Greek chicken soup with lemon and egg * Bajajou A soup of Slovakian … Wikipedia
Psarosoupa — (Greek:ψαρόσουπα) or fish soup is a Greek soup. with a traditional oil and lemon sauce, vegetables, rice sea fish and potatoes added into the soup. The fish soup can be cooked with a variety of fish types, and several kinds of vegetables (carrots … Wikipedia
άλιξ — ἄλιξ ( ικος), ο (Α) 1. χόνδρος από ρυζάλευρο 2. ζωμός ψαριού, ψαρόσουπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ρ. ἀλῶ ( έω) «αλέθω». Ο σχηματισμός τού τ. ἄλιξ πιθ. να οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
ιχθυηρός — ἰχθυηρός, ά, όν (Α) 1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια 2. ρυπαρός, δυσώδης 3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια 5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» ψαρόσουπα β) «πύλη ἡ… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
κακαβιά — η 1. όσο μπορεί να χωρέσει το κακάβι (βλ. λ.), η καζανιά. 2. ψαρόσουπα από πολλά μικρά ψάρια, που τη φτιάχνουν κυρίως οι ψαράδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)